Sunday, June 17, 2007

στις αμμουδιές του Ομήρου

...τι ξώφαρσα η σαγίτα εχάραξε το δέρμα του μονάχα,
και μαύρο γαίμα ξεπετάχτηκε μεμιάς απ’ την πληγή του.


Πώς όταν με πορφύρα φίλντισι γυναίκα αλικοβάφει ,
Λύδισσα ή Κάρισσα, να βρίσκεται γι’ αλόγου χαλινάρι,
και πλήθος ξένοι καβαλάρηδες το λαχταρούν, μα εκείνο
κρυμένο στο κελάρι κοίτεται, να φράνει κάποιο ρήγα,
του αλόγου αντάμα να ‘ναι στόλισμα, του αλογολάτη δόξα,
όμοια και σένα αλικοβάφηκαν, Μενέλαε, και πανώρια
μεριά και κνήμες και καλόφτιαχτοι πιο χαμηλά αστραγάλοι.


Όμηρος, Ιλιάδα Δ,139-147
(μετ.Καζαντζάκη-Κακριδή)
θυμίζει το σύγχρονό μας ψαλμό:
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
Στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
Σ΄ αρχαίο τάσι μπακιρένιο αλαργινό
Που κοινωνούσαν πειρατές πριν να κινήσουν